διαβεβαιωτικός

διαβεβαιωτικός
η , ό[ν] подтверждающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαβεβαιωτικός" в других словарях:

  • διαβεβαιωτικός — affirmative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβαιωτικός — ή, ό (AM διαβεβαιωτικός, ή, όν) αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση 2. ο βέβαιος …   Dictionary of Greek

  • διαβεβαιωτικά — διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc pl διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc/acc dual διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβαιωτικόν — διαβεβαιωτικός affirmative masc acc sg διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβαιωτικοί — διαβεβαιωτικός affirmative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβαιωτικήν — διαβεβαιωτικός affirmative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβαιωτικῶς — διαβεβαιωτικός affirmative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»